A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ταπρῶτα — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπρώτα — Α επίρρ. (αντί τὰ πρῶτα) κατά πρώτον … Dictionary of Greek
ταπρῶτ' — ταπρῶτα , ταπρῶτα indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)